- αδιασκέλιστος
- η , ο [ος , ον ] непроходимый; непреодолимый (о стене, преграде и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδιασκέλιστος — η, ο αυτός που δε διασκελίστηκε ή δεν μπορεί να διασκελιστεί, αδρασκέλιστος: Ο τοίχος ήταν πολύ ψηλός, αδιασκέλιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιασκέλιστος — η, ο [διασκελίζω] αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν διασκελίσει, να τόν υπερπηδήσει, ανυπέρβλητος, αξεπέραστος … Dictionary of Greek
αδρασκέλιστος — η, ο [δρασκελίζω] αυτός που δεν τόν δρασκέλισαν ή δεν είναι δυνατόν να τόν δρασκελίσουν (βλ. και αδιασκέλιστος) … Dictionary of Greek
αδρασκέλωτος — η, ο [δρασκελώ] ο αδιασκέλιστος* … Dictionary of Greek